- συγκλητικούς
- συγκλητικόςof senatorial rankmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… … Dictionary of Greek
Βάσσος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Β. Καικίλιος. Ευγενής Ρωμαίος, σύγχρονος του Κικέρωνα, στενός φίλος του Πομπήιου. 2. Β. Ιούλιος. Ρητοροδιδάσκαλος των χρόνων του Αυγούστου. 3. Β. Ιούλιος. Γιατρός των χρόνων του Αυγούστου. 4. Β.… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γέλιος — (Gellius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γναίος (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Έγραψε σε 97 βιβλία χρονικό της ρωμαϊκής ιστορίας από την αρχαιότατη εποχή. 2. Ποπλικόλας (1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε πραίτορας… … Dictionary of Greek
Γοργόνιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Ο Γ. ήταν συγκλητικός και όταν ο Μαξιμιανός έκαψε τους Δισμυρίους μάρτυρες, ήταν μεταξύ τους αλλά σώθηκε. Συνελήφθη όμως αργότερα με τους επίσης συγκλητικούς Πέτρο και Ίνδη και μαρτύρησε με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… … Dictionary of Greek